-
1 ψῡχικός
-
2 ψῡχικός
ψῡχικός, von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig; δύναμις, πνεῦμα, Lebenskraft, Odem; ὁρμαί, im Ggstz von σωματικός, geistig; δῶρα ψυχικά, entweder Tieropfer od. von Herzen gern dargebracht
См. также в других словарях:
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek